Κόμματα, Αυτοδιοικητικές Παρατάξεις και Πολιτική Αυτονομία.

  

Αμέσως μετά την 25η Ιουνίου 2023, εκτός απροόπτου, «βαίνομεν» προς τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Η φετινή συγκυρία συμπύκνωσε τον χρήσιμο πολιτικό χρόνο και δεν επέτρεψε την έγκαιρη ανάπτυξη των σχεδιασμών των πολιτικών δυνάμεων και κυρίως την υπαγωγή τους στην κρίση, στους σχεδιασμούς και στους στόχους των αυτοδιοικητικών παρατάξεων που έτσι και αλλιώς έχουν τον πρώτο λόγο στην κατάστρωση και στην προώθηση των προγραμματικών διακυβευμάτων που θα τεθούν στην τελική κρίση των τοπικών και περιφερειακών εκλογικών σωμάτων.

Η πολιτική αυτονομία των αυτοδιοικητικών παρατάξεων έναντι των πολιτικών κομμάτων, τουλάχιστον στην ελληνική πολιτική ιστορία της Αυτοδιοίκησης, έχει εμπεδωθεί από πολλά χρόνια πριν, ακόμη και από την περίοδο κατά την οποία οι υποψήφιοι περίμεναν το «χρίσμα» των κομμάτων. Εξάλλου το εκλογικό σύστημα της Αυτοδιοίκησης, πλην της παρένθεσης της απλής αναλογικής του Ν.4555/2018, ενθάρρυνε τις ευρύτερες προγραμματικές συγκλίσεις καθώς – παλαιότερα- και τις κεντρικές ή κατά τόπο συνεργασίες των πολιτικών κομμάτων. Είναι διαφορετική ασφαλώς η κομματική «φιλολογία» ή οι ετικέτες των παρατάξεων περί ανεξαρτησίας ή κομματικοποίησης που αφορούσε την αντιπαράθεση των κομμάτων στο κεντρικό πολιτικό σύστημα αλλά δεν ήταν η πραγματική εικόνα της σχετικής πολιτικής αυτονομίας όλων ανεξαιρέτως των αυτοδιοικητικών παρατάξεων.

Κατά την τελευταία, κυρίως, δεκαετία η σχέση κομμάτων και παρατάξεων έχει καταστεί περισσότερο χαλαρή και συνεπώς μένει περισσότερος χώρος για την εμπέδωση της πολιτικής αυτονομίας. Το κενό αυτό έρχεται πάντως, πιο απροκάλυπτα απ΄ότι στο παρελθόν, να καλύψει η εξάρτηση των παρατάξεων από τοπικές ή περιφερειακές ομάδες συμφερόντων ή από συγκεκριμένους τοπικούς και όχι μόνο οικονομικούς παράγοντες που επιδιώκουν την εξάρτηση της τοπικής ή περιφερειακής εξουσίας για να υπηρετήσουν καλύτερα τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις τους. Η νομοθεσία για τον έλεγχο του πολιτικού χρήματος και στις αυτοδιοικητικές εκλογές δεν αποθαρρύνει αυτού τους είδους της οικονομικοπολιτικές εξαρτήσεις.

Κατά την γνώμη μας, η κατάστρωση, προώθηση και πρόταση προγραμματικών κατευθύνσεων σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο από τις πολιτικές δυνάμεις, η κατάστρωση δομών προγραμματικού διαλόγου και διαβούλευσης τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της αυτοδιοικητικής περιόδου είναι το κρίσιμο και χρήσιμο εργαλείο για να φιλτράρονται οι ευκαιριακές ή στρατηγικής σημασίας πολιτικοοικονομικές εξαρτήσεις των αυτοδιοικητικών παρατάξεων από τα οικονομικά συμφέροντα που υπαγάγουν την αυτονομία τους στις δικές τους επιδιώξεις που κατά κανόνα δεν υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον.

Τα πολιτικά κόμματα τουλάχιστον στον πρώτο βαθμό της αυτοδιοίκησης, όπου η προώθηση των αρχών της διαφάνειας, της λογοδοσίας και του κοινωνικού ελέγχου καθώς και της διαβούλευσης μπορεί να πραγματωθεί, πρέπει να παρακολουθούν, να προτείνουν, να διαβουλεύονται με τις αυτοδιοικητικές παρατάξεις. Στον δεύτερο βαθμό όμως πρέπει να είναι ουσιαστικά παρόντα με πρόγραμμα αλλά και συμφωνίες προγραμματικών συγκλίσεων καθώς οι Περιφέρειες ως ενδιάμεσοι πολιτικοί θεσμοί διακυβέρνησης – και στο πλαίσιο τους ευρωπαϊκού κεκτημένου της Αυτοδιοίκησης- μπορούν να επηρεάζουν άμεσα τη διαμόρφωση και εφαρμογή των δημοσίων πολιτικών. Με άλλα λόγια, στους Δήμους είναι δυνατή η προγραμματική σύγκλιση ανεξαρτήτως της πολιτικής ένταξης των μελών της  παράταξης που μπορεί να είναι ακόμη και αντιθετική με το κεντρικό πολιτικό σύστημα. Στις Περιφέρειες αυτό είναι, με πολιτικούς όρους, αδιανόητο και όταν προκύπτει πρέπει να εξετάζεται και υπό το πρίσμα της κεντρικής στρατηγικής  κάθε πολιτικού κόμματος. Δεν είναι τοπική κοινότητα η Περιφέρεια.

Τα παραπάνω δεν πρέπει να ερμηνεύονται ως ανεξαρτησία των μελών των πολιτικών κομμάτων να πράττουν σύμφωνα με την προσωπική τους φιλοδοξία και να «αλιεύουν» την εκλογική τους πελατεία στο όνομα της ιδιότητά τους ως μέλη ή «παράγοντες» του κόμματος αδιαφορώντας για την στρατηγική και τις αποφάσεις ή τις γενικές κατευθύνσεις του κόμματος στο οποίο είναι μέλη. Με άλλα λόγια η πολιτική αυτονομία των αυτοδιοικητικών παρατάξεων από τα πολιτικά κόμματα αναφέρεται στην σχέση αυτών με τις παρατάξεις και την πολιτική αυτονομία της Αυτοδιοίκησης και όχι στις σχέσεις του πολιτικού κόμματος με τα μέλη του που θέτουν υποψηφιότητα στην Αυτοδιοίκηση. Εάν συνέβαινε το αντίθετο, τότε οι προσωπικές φιλοδοξίες, οι εξαρτήσεις από οικονομικά συμφέροντα, οι εξαρτήσεις που αδιαφανή κέντρα εξουσίας θα διέλυαν ουσιαστικά τα πολιτικά κόμματα σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο υπονομεύοντας την παρουσία τους στο πολιτικό σύστημα.

Όταν το πολιτικό κόμμα δεν δεσμεύει το μέλη του σε σχέση με συγκεκριμένη αυτοδιοικητική παράταξη δεν σημαίνει ότι τα απελευθερώνει αορίστως. Με ποιους θα πάνε, με ποιους θα συνεργαστούν; Με ποιους θα συνυπάρξουν στα θεσμικά όργανα της Αυτοδιοίκησης δεν είναι παντελώς αδιάφορο. Αλλά αυτά είναι ζητήματα που αντιμετωπίζονται ad hoc με βάση τα δεδομένα κάθε περίπτωσης.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η Τεχνόπολη του Ευρίπου: ένας μοχλός για την αναπτυξιακή «απογείωση» της Χαλκίδας και της Εύβοιας που παραμένει στα αζήτητα.

Η στράτευση σε στρατηγικούς στόχους ως βάση πολιτικής συμπεριφοράς.

ΒΟΡΕΙΑ ΕΥΒΟΙΑ: Δεν πάει άλλο: Κάτι πρέπει να αλλάξει, Κάτι πρέπει να γίνει